καλολούζω

καλολούζω
λούζω κάποιον καλά, έτσι ώστε να καθαρίσει τελείως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλολούζω — καλόλουσα, καλολούστηκα, καλολουσμένος, λούζω κάποιον καλά: Δεν καλολούστηκες και τα μαλλιά σου δεν έχουν καθαρίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”